-
1 εὐ-θαλέω
εὐ-θαλέω, schön blühen, grünen; Nic. bei Ath. XV, 683 c; Qu. Sm. 4, 423; φυτῶν καὶ σπερμάτων εὐϑαλούντων καὶ βλαστανόντων Plut. Symp. 9, 14, 4; Sp., oft übertr., Themist.
См. также в других словарях:
ευθαλώ — εὐθαλῶ, έω (ΑΜ) [εύθαλος] 1. βλαστάνω ή ανθίζω ωραία («φυτῶν καὶ σπερμάτων εὐθαλούντων καὶ βλαστανόντων», Πλούτ.) 2. βρίσκομαι σε ακμή, ευτυχώ … Dictionary of Greek